ῥεγιστής

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341

German (Pape)

[Seite 837] ὁ, der eine Decke, ein Gewand färbt, Hesych.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «ῥεγισταί
βαφεῑς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αποτελεί πιθ. άλλο τ. της λ. ῥεγεύς (< ῥέζω «βάφω»), η ύπαρξη του, όμως, παραμένει αμφίβολη].