ριζοφύτευτος

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525

Greek Monolingual

-ον, Μ
φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)].