φυτευτός
From LSJ
Aeschylus, fr. 317
English (LSJ)
φυτευτή, φυτευτόν, planted, πᾶν τὸ φ. Pl.R. 510a.
German (Pape)
[Seite 1319] adj. verb. von φυτεύω, gepflanzt, übtr., erzeugt, Plat. Rep. VI, 510 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
planté.
Étymologie: φυτεύω.
Russian (Dvoretsky)
φῠτευτός: [adj. verb. к φυτεύω взращенный; τὸ φυτευτὸν γένος Plat. мир растений.
Greek (Liddell-Scott)
φῠτευτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., πεφυτευμένος, φυτευθείς, παραχθείς, Πλάτ. Πολ. 510Α.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φυτευτός, -ή, -όν, ΝΑ φυτεύω
αυτός που έχει παραχθεί με φύτευση, σε αντιδιαστολή προς τον αυτοφυή
νεοελλ.
αυτός που εμφυτεύεται («φυτευτή οδοντοστοιχία»). Επιρρ. φυτευτά Ν
με φυτευτό τρόπο, με φύτευση.
Greek Monotonic
φῠτευτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που έχει φυτευτεί, που έχει παραχθεί, σε Πλάτ.
Middle Liddell
φῠτευτός, ή, όν verb. adj. of φυτεύω
planted, produced, Plat.