ριζοφύτευτος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405

Greek Monolingual

-ον, Μ
φυτεμένος που ήδη έχει αναπτυχθεί και έχει απλώσει τις ρίζες του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + φυτευτός (< φυτεύω)].