ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
και ριπιτίδι, το, και ριπιτίδα, η, Νφόβος, τρόμος2. φρ. «του πήγε [ή τον πήγε] ριπιτί» — φοβήθηκε πάρα πολύ.