ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ο, Ν σβένω1. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει την φωτιά2. (για πράγμ.) αυτός με την βοήθεια του οποίου σβήνεται κάτι, σβεστήρας.