σβέση

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153

Greek Monolingual

η / σβέσις, -εως, ΝΑ
το σβήσιμο
αρχ.
1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή
2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» — κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι].