σβέση
From LSJ
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
η / σβέσις, -εως, ΝΑ
το σβήσιμο
αρχ.
1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή
2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» — κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι].