Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
η / σβέσις, -εως, ΝΑ
το σβήσιμο
αρχ.
1. (σχετικά με δίκη) διαγραφή
2. φρ. «κατὰ τὴν σβέσιν» — κατά την στιγμή που ψύχεται κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ- του αορ. ἔσβεσ(σ)α του σβέννυμι].