σιλουροειδείς

From LSJ
Revision as of 12:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

οι, Ν
ζωολ. τάξη ευρέως διαδεδομένων ιχθύων, κυρίως τών γλυκών νερών, με 2.500 περίπου είδη κατανεμημένα σε 30 περίπου οικογένειες, που φέρουν χαρακτηριστικές προσακτρίδες, κν. μουστάκια, γύρω από το στόμα, λόγω τών οποίων είναι γνωστοί με την κοινή ονομασία γατόψαρα, αλλ. σιλουρόμορφοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. siluroidea < σίλουρος «είδος ψαριού» + -ειδής].