σκαριφεύω

From LSJ
Revision as of 12:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (37)

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

German (Pape)

[Seite 889] = σκαριφάομαι, erklärt Schol. Ar. Ran. 1493: τὸ τοὺς ζωγράφους ὑποτυπῶσαι πρῶτον τοὺς γραφομένους.

Greek Monolingual

Α
σχεδιάζω υποτυπωδώς, σκαριφίζω, σκιτσάρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του σκαριφῶμαι, κατά τα ρ. σε -εύω].