σκύβαλο
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
Greek Monolingual
το / σκύβαλον, ΝΜΑ
1. απόβλημα, απομεινάρι, σκουπίδι («τέφρης λοιπὸν ἔτι σκύβαλον», Φιλιππ.)
2. μτφ. άνθρωπος χωρίς καμιά αξία, χαμηλού ποιού, τιποτένιος (α. «αυτός έχει καταντήσει σκύβαλο» β. «ἄνδρα πολύκλαυτον ναυτιλίης σκύβαλον», Ηγήσιππ.)
νεοελλ.
1. κάθε άχρηστο πράγμα
2. στον πληθ. τα σκύβαλα
αποκοσκινίδια δημητριακών και ιδίως του σιταριού
αρχ.
περίττωμα, κοπριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για μτγν. σχηματισμό της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Κατά μία αμφίβολη άποψη, η λ. είναι δάνεια (πρβλ. χεττιτ. išhuua «ρίχνω, χύνω»), ενώ, κατ' άλλους, θα μπορούσε να συνδεθεί με το ρ. βάλλω].