στέλγισμα
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
German (Pape)
[Seite 933] τό, = στλέγγισμα, Lycophr. 874.
Greek (Liddell-Scott)
στέλγισμα: τό, στέλγιστρον, τό, = στλέγγ-.
Greek Monolingual
-ίσματος, τὸ, Α
βλ. στλέγγισμα.