χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good
[Seite 948] ἡ, v. l. von στομακάκη.
στομοκάκη: ἡ, ἴδε στομακάκη.
ἡ, Αβλ. στομακάκη.