στομοκάκη

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

German (Pape)

[Seite 948] ἡ, v. l. von στομακάκη.

Greek (Liddell-Scott)

στομοκάκη: ἡ, ἴδε στομακάκη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στομακάκη.