συμπιεστήρας

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.