αεροσυμπιεστήρας

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

ο (Μηχανολ.)
μηχάνημα που χρησιμοποιείται για τη συμπίεση διαφόρων αερίων, κυρίως όμως για την παροχή πεπιεσμένου αέρα.