συμπιεστήρας
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
Greek Monolingual
ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.