συμπιεστήρας

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. τεχνολ. ο αεροσυμπιεστήρας
2. φρ. «ψυκτικός συμπιεστήρας»
τεχνολ. συσκευή ψυκτικής εγκατάστασης η οποία αναρροφά τους ατμούς του ψυκτικού ρευστού που προέρχονται από τον εξατμιστήρα, τους συμπιέζει και τους οδηγεί στο ψυγείο, όπου και υγροποιούνται.