τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
συμφορηδόν: Ἐπίρρ., σωρηδόν, ὁμοῦ, Νικήτ. Χρον. 243Β, 403Α.
Μεπίρρ. σωρηδόν.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφορῶ «συγκεντρώνω, συσσωρεύω» + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν)].