συβουλάτορας

From LSJ
Revision as of 12:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant

Source

Greek Monolingual

ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.

Greek Monolingual

ο, πληθ. συβουλάτορες και συβουλατόροι, Ν
βλ. συμβουλάτορας.