συγχρωτισμός
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.
Greek Monolingual
ο, Ν συγχρωτίζομαι
συναναστροφή, στενή σχέση.