χλωρόξυλο
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
το, Ν
γένος δένδρων της νότιας Ασίας, που ανήκει στην οικογένεια ρουτίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chloroxylon < χλωρ(ο)- + ξύλο(ν)].