φασκομηλία
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
φασκομηλία: ἡ, ἡ κοινῶς λεγομένη «φασκομηλιὰ» (πρβλ. σφάκος Ι), Δουκάγγ.
ἡ, Μ
βλ. φασκομηλιά.