φασκομηλιά
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
η / φασκομηλία, ΝΜ, και σφακομηλιά Ν
κοινή σήμερα ονομασία του είδους, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, Salvia officinalis του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών Σάλβια και κατ' επέκταση των 23 ειδών του γένους τα οποία απαντούν στην Ελλάδα, ο ελελίφασκος κατά τον Διοσκορίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσκον / σφάκος (βλ. λ. φάσκο) + μηλέα / μηλιά].