μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
η / φάνεια, ΝΑ φαίνω / φαίνομαι] εμφάνιση, παρουσία νεοελλ. φρ. «φαίνεται η φανειά μου» (στον Ερωτόκρ.) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι.