ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
-ή, -ό / ὑγραντικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑγραίνωαυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση.