ὑγραίνω
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
A wet, mositen, X.Cyn.5.3, Pl.R. 335d; of a river, water a country, E.Tr. 226 (lyr.), Hel.3; βλέφαρον ὑ. δάκρυσιν ib.673 (lyr.); πηγαῖς οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Id.Fr.367:—Pass., of water, collect in pools, and of solids, to be liquefied, Arist.Mete.382b28; opp. ξηραίνεσθαι, Id.PA653b3, HA557b11, etc.; τὸ ὑγρανθὲν [μέρος] the part which is liquefied, Pl. Ti.51b.
2 relax the bowels, Hp.Aph.3.17:—Pass., ib.2.20.
German (Pape)
[Seite 1170] naß, feucht machen, bewässern, benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, Eur. Troad. 230; Hel. 3; übertr., βλέφαρον ὑγραίνω δάκρυσιν, Hel. 679; ὑγρανθὲν ὕδωρ, Plat. Tim. 51 b; ὑγρανθείσης Δημήτερος, Strat. 67 (XII, 225).
French (Bailly abrégé)
I. humecter, mouiller, rendre humide :
1 mouiller;
2 arroser (un pays) en parl. d'une rivière;
II. rendre liquide ; Pass. se liquéfier;
III. amollir, relâcher en parl. des intestins ; Pass. être relâché.
Étymologie: ὑγρός.
Russian (Dvoretsky)
ὑγραίνω: (fut. ὑγρᾰνῶ)
1 увлажнять, орошать (τὰν γᾶν, βλέφαρον δάκρυσιν Eur.);
2 pass. становиться или быть жидким Arst.: τὸ ὑγρανθέν Plat. влага, жидкость.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, (ὑγρὸς) κάμνω τι ὑγρόν, βρέχω, Ξεν. Κυν. 5, 3· ἐπὶ ποταμοῦ, ἀρδεύω, ποτίζω χώραν, Εὐρ. Τρῳ. 230, Ἑλ. 3· βλέφαρον ὑγρ. δάκρυσιν αὐτόθι 673· πηγαῖς οὐχ ὑγραίνουσι πόδας ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 368. - Παθ., ἐπὶ ὕδατος, συνάγομαι εἰς δεξαμενὰς ἢ λίμνας, καὶ ἐπὶ στερεῶν, ὑγροποιοῦμαι, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 1· ἀντίθετον τῷ ξηραίνεσθαι, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 19, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 3, κτλ.· τὸ ὑγρανθὲν ὕδωρ, ὕδωρ ὅπερ εἶναι ὑγρόν, Πλάτ. Τίμ. 51Β. 2) προξενῶ εὐκοιλιότητα, Ἱππ. Ἀφ. 1247· καὶ παθ., ἐπὶ τῆς κοιλίας, ὁκόσοισι δὲ νέοισιν ἐοῦσιν αἱ κοιλίαι ξηραί εἰσι, τουτέοισι πρεσβυτέροισι γινομένοισι ὑγραίνονται αὐτόθι 1245.
Greek Monolingual
ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν υγρός
1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω
2. διαβρέχω, διαποτίζω
νεοελλ.-μσν.
παθ. υγραίνομαι
μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο
αρχ.
1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, το βρέχω («πηγαῖσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας», Ευρ.)
2. ιατρ. προξενώ ευκοιλιότητα
3. (στην ποίηση) (για ποταμό) ποτίζω μια χώρα, αρδεύω
4. παθ. α) (για το νερό) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές
β) (για στερεά) μετατρέπομαι σε υγρό, υγροποιούμαι.
Greek Monotonic
ὑγραίνω: (ὑγρός), μέλ. -ᾰνῶ, βρέχω, κάνω κάτι υγρό, σε Ευρ., Ξεν.· λέγεται για ποταμό, αρδεύω, ποτίζω τη χώρα, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὑγραίνω, ὑγρός
to wet, moisten, Eur., Xen.: of a river, to water a country, Eur.