ὑγραντικός
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
ὑγραντική, ὑγραντικόν, fit for wetting or moistening, τῆς ἕξεως Diph. Siph. ap. Ath.2.59b, cf. Gal.15.735, Ptol.Tetr.18.
German (Pape)
[Seite 1171] zum Benetzen, Anfeuchten geschickt, bei Ath. II, 59 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὑγραντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ὑγραντικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑγραίνω
αυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση.