συνοικέσιο
From LSJ
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α συνοίκησις
νεοελλ.
διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό
μσν.-αρχ.
1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας
2. (ιδίως) γάμος.
το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α συνοίκησις
νεοελλ.
διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό
μσν.-αρχ.
1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας
2. (ιδίως) γάμος.