συνοικέσιο

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και συνοικήσιον Α συνοίκησις
νεοελλ.
διαπραγμάτευση που γίνεται μέσω τρίτου ατόμου για σύναψη γάμου, προξενιό
μσν.-αρχ.
1. νόμιμη, ύστερα από γάμο, συγκατοίκηση άνδρα και γυναίκας
2. (ιδίως) γάμος.