ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
-όμηκες, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον
2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιο-μήκης).