λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-όμηκες, Α
1. αυτός που έχει το ίδιο μήκος με άλλον
2. (για αριθμό) αυτός που προέρχεται από δύο ίσους παράγοντες, π.χ. 4x4=16.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰδιομήκης).