σωφρονιστήριο
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
Greek Monolingual
το / σωφρονιστήριον ΝΑ σωφρονιστήρ
τόπος σωφρονισμού, κτήριο προορισμένο για την έκτιση της ποινής καταδίκων, φυλακή.