σωφρονιστήριο

From LSJ

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483

Greek Monolingual

το / σωφρονιστήριον ΝΑ σωφρονιστήρ
τόπος σωφρονισμού, κτήριο προορισμένο για την έκτιση της ποινής καταδίκων, φυλακή.