γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
-ές, Α1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες εἰσί; κοῑλοι τόποι»3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδέςὑποφρύδιον».