ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
-α, -ο, Ναυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενό-βιος].