τρωγλόβιος

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
αυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενόβιος].