γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules
-α, -ο, Ναυτός που ζει σε σπηλιές, τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -βιος (<βίος), πρβλ. καφενόβιος].