Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
και τσάμπα Ν
επίρρ.
1. χωρίς χρήματα, χωρίς πληρωμή, δωρεάν
2. πολύ φθηνά, πάμφθηνα
3. φρ. α) «τζάμπα ξίδι, γλυκό σαν μέλι» — είναι ευπρόσδεκτη οποιαδήποτε δωρεά όσο μικρής αξίας κι αν είναι
β) «[πήγε ή χάθηκε] τζάμπα και βερεσέ»
[χάθηκε ή πέθανε] εντελώς άδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. caba].