δωρεά

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωρεά Medium diacritics: δωρεά Low diacritics: δωρεά Capitals: ΔΩΡΕΑ
Transliteration A: dōreá Transliteration B: dōrea Transliteration C: dorea Beta Code: dwrea/

English (LSJ)

Ion. δωρεή, ἡ: δωρειά in earlier Attic Inscrr., IG12.77, al., δωρεά first in ib.22.1.68:—
A gift, present, esp. bounty (= δόσις ἀναπόδοτος Arist.Top.125a18), Hdt.2.140; δωρεὰν διδόναι Id.6.130, A.Pr.340; πορεῖν ib.616; δωρεῖσθαι Pl.Plt.290c; δωρεὰν δέχεσθαι, δωρεὰν λαμβάνειν, Isoc.6.31, 15.40; ironically, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Antipho 5.34; δωρεὰν ἔχειν S.Aj.1032, D.18.312; ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς D.21.165; δωρειὰν καὶ χάριν ib.172, cf. Pl.Lg.844d; of a legacy, D.27.41, 65; δωρεαί = privileges and immunities, opp. δῶρα, gifts in cash or kind, Philostr.VS2.10.4.
2 estate granted by a king, fief, Phoenicid. 4.7, PSI5.511.4, 518.2 (iii B.C.).
II acc. δωρεάν as adverb, as a free gift, freely, Hdt.5.23, prob. in And.1.4; μηδένα μηδὲν δωρεὰν πράττειν = no one should do anything gratis Plb. 18.34.7, cf. LXX Jb.1.9; δωρεὰν λειτουργεῖν Test.Epict.4.27, cf. Inscr.Prien. 4.17 (iv B.C.); so κατὰ δωρεάν IG7.2711.13, al. (Acraeph., i A. D.); ἐν δωρεᾷ προσνεῖμαι Plb.22.5.4; but γῆν (ἀμπελῶνα, etc.) ἐν δωρεᾷ ἔχειν = to hold land by a royal grant, PRev. Laws 36.15 (iii B.C.), cf. 43.11, 44.3.
2 to no purpose, for naught, Ep.Gal.2.21.

Spanish (DGE)

-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. δωρεή Hdt.2.140, 6.130, Herod.2.19, Luc.Syr.D.25, át. tb. δωρειά A.Pr.338 (cj.), 616 (cj.), D.21.165, 172, IG 13.41.21 (V a.C.); cret. δοριά ICr.4.64 (Gortina V a.C.); δουρρά ISE 99.22 (Cranón II a.C.)
I 1don, regalo, presente ref. cosas materiales τάλαντον ἀργυρίου ... δωρεὴν δίδωμι doy como regalo un talento de plata Hdt.6.130, de unas tierras concedidas por el rey, Hdt.5.23, cf. 2.140, Isoc.6.31, ἐκείνου τήνδε δωρεὰν ἔχων S.Ai.1032, δωρεὰς θεοῖς ... δωρεῖσθαι hacer ofrendas a los dioses Pl.Plt.290c, διττὰς ἡμῖν δωρεὰς ἡ θεὸς ἔχει Pl.Lg.844d, λαμβάνειν ... δωρεάς Isoc.15.40, cf. Theopomp.Hist.312, Eu.Matt.10.8, Vett.Val.174.15, γῆ πολλὴ ... δωρεὰ ὑπάρχουσα And.Myst.4, μᾶλλον ἐν ταῖς συνουσίαις ἢ ταῖς δωρεαῖς Theopomp.Hist.162, αἱ τοῦ Νείλου δωρεαί OGI 666.9 (Busiris I d.C.), τὴν πόλιν πεφιλοτειμημένοις ἔν τε ἀναλώμασιν ... καὶ δωρεαῖς TAM 3(1).4.11 (Termeso II d.C.), ἐξ ἰδίας δωρεᾶς καὶ φιλοτιμίας SEG 44.1174.5, cf. 1172.8 (ambas Enoanda III d.C.)
gracia, favor, beneficio gener. ref. a acciones o abstr. τήνδε δωρειὰν ἐμοὶ δώσειν ... ὥστε ... σ' ἐκλῦσαι πόνων A.Pr.338, cf. Apoc.21.6, δεδώκατε τὴν δωρειὰν ταύτην ... ἐξεῖναι ... D.21.170, πορεῖν ... δωρειάν conceder una gracia A.Pr.616, ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρειᾶς a título de favor y regalo D.21.165, cf. 172, προσένειμαν ἐν δωρεᾷ Plb.22.5.4, cf. Theod.Lect.Epit.352
irón. οὗτοι δὲ θάνατον τῷ μηνυτῇ τὴν δωρεὰν ἀπέδοσαν Antipho 5.34.
2 institucional merced, privilegio otorgado por el emperador βασιλικαὶ δωρεαί Malay, Researches 131.8 (II d.C.), καλῶ δὲ δωρεὰς μὲν τάς τε σιτήσεις καὶ τὰς προεδρίας ... καὶ ὅσα ἄλλα λαμπρύνει ἄνδρας op. δῶραobsequios’ materiales, Philostr.VS 589.
3 admin., tipo de impuesto que gravaba ventas de tierras PHib.66.1, SB 5729.10 (ambos III a.C.).
4 fig. don natural, talento ἔπεισεν δὲ καὶ τὰς λοιπὰς Μούσας ἑκάστην τι τῆς ἰδίας δωρεᾶς χαρίσασθαι Vit.Aesop.G 7
gracia, don divino del agua de la vida Eu.Io.4.10, Act.Ap.8.20, del bautismo Hom.Clem.13.10.
II jur.
1 legado testamentario τάς τε δωρεὰς ἵνα μὴ δοκῶσιν ἔχειν D.27.41, cf. 65.
2 concesión de tierra como merced real en época ptolemaica, dada en usufructo con carácter revocable δωρεὰν ἔφη τινὰ παρὰ τοῦ βασιλέως λαμβάνειν Phoenicid.4.7, ἡ ἐν δωρεᾷ γῆ BGU 1238.13, PSI 511.4, 518.2, PPetr.2.39g.14 (todas III a.C.).
3 en derecho romano donatio, donación: ante nuptias ἡ πρὸ γάμου δωρεά PMasp.5.12 (VI d.C.), 6ue.19, 73 (VI d.C.), PLond.1708.116 (VI d.C.), Cod.Iust.1.3.52.15, ἡ προγαμιαία δωρεά Iust.Nou.22.45.2
propter nuptias τῇ διὰ τοὺς γάμους δωρεᾷ Iust.Nou.117.10
mortis causa εἴ τις τελευτῶν εὐσεβῆ ποιοῖτο διατύπωσιν ... ἢ κατὰ mortis causa δωρεάν Cod.Iust.1.3.45 proem.
III ac. δωρεάν como adv. o en otras expr. adverb.
1 gratis, sin cobrar, sin recibir nada a cambio δωρεάν ἔδοκαν ... ἀτέλειαν ICr.l.c. ἔδωκα δωρεάν τὰ λύτρα D.19.170, μηδὲν δωρεάν πράττειν Plb.18.34.7, cf. LXX Ib.1.9, δ. λειτουργεῖν IPr.4.17 (IV a.C.), IMaff.31.4.27 (Tera I d.C.), οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα Jahresh. 11.1908.56.32 (Halicarnaso III a.C.), μηδὲ συναναγκάζειν ἔργα δωρεάν συντελεῖν COrd.Ptol.53.187 (II a.C.), cf. 250, PSI 400.16 (III a.C.), IAssos 25.2 (imper.), ἰατρὸς δωρεὰν ἰώμενος A.Io.22.6, tb. c. prep. ὁ ὑμέτερος πρεσβευτὴς ... ὑποσχόμενος τὴν ... πρεσ[βείαν] ... κατὰ δωρεάν aceptando vuestro embajador la embajada gratuitamente, IG 7.2711.13 (Acrefia I d.C.), en gen. δωρεᾶς ISmyrna 600.17 (II d.C.), EA 389 (Limira, Licia).
2 sin ganancia alguna, en vano εἰ γὰρ διὰ νόμου δικαιοσύνη, ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν Ep.Gal.2.21.

German (Pape)

[Seite 695] ἡ, Gabe, Geschenk, bes. Ehrengeschenk; Aesch. Prom. 619; Soph. Ai. 1032; Her. 5, 23; att. Prosa, διδόναι, δωρεῖσθαι, Plat. Rep. V, 468 Polit. 290 c; Legat, Vermächtniß, Is. 1 u. öfter; Dem. 27, 41; δωρεάν τι λαβεῖν, etwas als Geschenk empfangen, δοῦναι, Lys. 7, 4; Dem. 19, 171; dah. δωρεάν, adverb., geschenkweis, umsonst, πράττειν, Pol. 18, 17, 7, u. bes. Sp.; auch ἐν δωρεᾷ διδόναι τι, Pol. 93, 3, 4, als Geschenk.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ion. εή, ῆς;
don, présent, gratification ; adv. • δωρεάν (ion. δωρεήν) en pur don, gratuitement.
Étymologie: δῶρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωρεά -ᾶς, ἡ, Ion. δορεή [~ δῶρον] gift, geschenk:; ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς bij wijze van gunst en als geschenk Dem. 21.165; pred.: τάλαντον ἀργυρίου ἑκάστῳ δωρεὴν δίδωμι ik geef ieder een talent zilver als gift Hdt. 6.130.2. adv. acc. δωρεάν als gift, zonder vergoeding. voor niets:. ἄρα Χριστὸς δωρεὰν ἀπέθανεν dan is Christus voor niets gestorven NT Gal. 2.21.

Russian (Dvoretsky)

δωρεά: ион. δωρεή
1 дар, подарок, подношение, Aesch., Soph., Lys., Isocr., Plat., Arst., Dem.: ἐν δωρεᾷ Polyb. и δωρεάν Her., Dem., Polyb. в виде дара или даром, но δωρεὰν ἀπέθανεν NT он напрасно умер, т. е. его смерть не принесла пользы;
2 pl. юр. дарение, завещание Dem.

English (Strong)

from δῶρον; a gratuity: gift.

English (Thayer)

δωρεᾶς, ἡ (δίδωμι); from (Aeschyh and) Herodotus down; a gift: ἡ χάρις ἐδόθη κατά τό μέτρον τῆς δωρεᾶς τοῦ Χριστοῦ, according to the measure in which Christ gave it, τοῦ ἁγίου πνεύματος, δικαιοσύνης, L WH Tr marginal reading brackets τῆς δωρεᾶς); τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, δωρεάν (properly, as a gift, gift-wise (cf. Winer's Grammar, 230 (216); Buttmann, 153 (134))) is used adverbially; the Sept. for חִנָּם;
a. freely, for naught, gratis, gratuitously: Polybius 18,17, 7; δωρεάν ἄνευ ἀργυρίου, without just cause, unnecessarily: Symm. ἀναιτίως); so the Latin gratuitus: Livy 2,42 gratuitus furor, Seneca, epistles 105,3 (book xviii., epistle 2, § 3) odium aut est ex offensa ... aut gratuitum). (Synonym: see δόμα, at the end.)

Greek Monolingual

η (AM δωρεά
Α και δωρεή και δωρειά)
1. ό,τι παρέχεται χωρίς πληρωμή, αμοιβή ή ανταπόδοση
2. το να δωρίζει κάποιος κάτι
3. χάρη από τον θεό
4. φρ. «δωρεά του Αγίου Πνεύματος» — επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος και μυστηριακή παροχή της χάρης του θεού
4. συμφωνία, συμβόλαιο με το οποίο μεταβιβάζεται σε κάποιον περιουσιακό στοιχείο
5. (η αιτ. εν. ως επίρρ.) δωρεάν
α) ως δώρο, χάρισμα
(«αποστέλλεται, χορηγείται, παρέχεται κ.λπ. δωρεάν»)
β) χωρίς λόγο, άσκοπα
(«παιδευόμαστε δωρεάν τόσες μέρες»
«ἐμίσησάν με δωρεάν»)
μσν.- νεοελλ.
«ἁγία δωρεά» — η θεία ευχαριστία
αρχ.
1. προνόμια ή ατέλειες
2. περιοχή, κτήμα που χαρίζει ο βασιλιάς σε ανώτερους αξιωματούχους
3. το έγγραφο με το οποίο γίνεται η δωρεά.

Greek Monotonic

δωρεά: Ιων. -εή, ἡ,
I. δώρο, προσφορά, ιδίως, τιμητικό δώρο, βραβείο, επιχορήγηση, Λατ. beneficium, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. 1. αιτ., δωρεάν ως επίρρ., χωρίς αμοιβή, αντίτιμο, ελεύθερα, δωρεάν, ως χάρισμα, Λατ. gratis, σε Ηρόδ.
2. χωρίς σκοπό, μάταια, σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

δωρεά: Ἰων. -εή, ἡ· ὡσαύτως δωρειά, Meisterh. 40 καὶ 44· -δῶρον, ἰδίως τιμητικὸν δῶρον, Λατ. beneficium (δόσις ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4, 11), Ἡρόδ. 2. 140, Ἰσοκρ. 122A, κτλ.· δωρεὰν διδόναι, πορεῖν, δωρεῖσθαί τι, παρέχειν δωρεάν, ἄνευ ἀμοιβῆς, Ἡρόδ. 6. 130, Αἰσχύλ. Πρ. 338, 616, Πλάτ. Πολιτ. 290C· εἰρωνικῶς, θάνατόν τινι δωρεὰν ἀποδοῦναι Ἀντιφῶν 133. 25· δ. ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1032, Δημ. 329. 17· ἐν χάριτος μέρει καὶ δωρεᾶς Δημ. 568. 1· δωρεὰν καὶ χάριν ὁ αὐτ. 570. 12· -ἐπὶ κληρονομίας ἢ κληροδοτήματος, ὁ αὐτ. 826. 11., 834. 11. 2) αἰτ. δωρεὰν ὡς ἐπίρρ., ὡς τὰ δωτίνην, προῖκα, ὡς δῶρον, ἐλευθέρως, Λατ. gratis, Ἡρόδ. 5. 23, Ἀνδοκ. 1. 22, κτλ., (οὕτως, ἐν δωρεᾷ Πολύβ. 23. 3, 4). 3) ἀσκόπως, ματαίως, ἄνευ λόγου ἀποχρῶντος, Ἑβδ. (Ἰὼβ. α΄, 9), πρὸς Γαλάτ. β΄, 21.

Middle Liddell

I. a gift, present, esp. a free gift, bounty, Lat. beneficium, Hdt., Aesch., etc.
II. acc. δωρεάν as adv., as a free gift, freely, Lat. gratis, Hdt.
2. to no purpose, in vain, NTest.

Chinese

原文音譯:dwre£ 多雷阿
詞類次數:名詞(11)
原文字根:給 湧出
字義溯源:報酬,贈與,獎賞,賞賜,恩賜;源自(δυσφημία)X*=沉)。新約常常以這字來說到神的恩賜,神賜給聖靈( 徒2:38; 8:20; 10:45; 11:17)。神最大賞賜,是以耶穌基督為世人的救主,來顯明神的恩賜( 羅5:15,17)。保羅說到他是照神的恩賜而作了福音書的執事( 弗3:7)。參讀 (δόμα)同義字
出現次數:總共(11);約(1);徒(4);羅(2);林後(1);弗(2);來(1)
譯字彙編
1) 恩賜(10) 約4:10; 徒2:38; 徒8:20; 徒10:45; 徒11:17; 羅5:15; 羅5:17; 林後9:15; 弗4:7; 來6:4;
2) 賞賜(1) 弗3:7

Translations

gift

Afrikaans: geskenk, present, kado; Albanian: dhuratë; Arabic: هَدِيَّة‎; Egyptian Arabic: هدية‎, كادو‎; Aragonese: regalo; Armenian: նվեր, ընծա; Assyrian Neo-Aramaic: ܡܵܘܗܲܒ݂ܬܵܐ‎, ܕܲܫܢܵܐ‎, ܦܲܫܟܲܫ‎; Asturian: regalu; Avar: сайигъат; Azerbaijani: hədiyyə; Bashkir: бүләк, күстәнәс; Belarusian: падарунак, дар, гасці́нец, прэзент; Bengali: উপহার; Breton: prof; Bulgarian: подарък, дар; Burmese: ပဏ္ဏာ; Catalan: present, do, regal; Central Atlas Tamazight: ⴰⵡⴻⵔⴹⵉ; Chechen: совгӏат; Cherokee: ᎠᏓᏁᏗ; Chichewa: mphatso; Chinese Cantonese: 禮物, 礼物; Dungan: лищин, ли; Hakka: 禮物, 礼物; Mandarin: 禮物, 礼物; Min Dong: 禮物, 礼物; Min Nan: 禮物, 礼物; Wu: 禮物, 礼物; Chuvash: парне, кучченеҫ; Crimean Tatar: tokuz; Czech: dar, dárek; Danish: gave; Dhivehi: ހަދިޔާ‎; Dutch: gift, geschenk, presentje, cadeau; Esperanto: donaco; Estonian: and, kingitus; Faliscan: datu; Faroese: gáva; Finnish: lahja; French: présent, cadeau, don; Galician: regalo, agasallo, presente; Georgian: საჩუქარი, ძღვენი, ნაბოძები; German: Geschenk, Präsent, Spende, Gabe; Gothic: 𐌼𐌰𐌹𐌸𐌼𐍃, 𐍆𐍂𐌰𐌲𐌹𐍆𐍄𐍃, 𐌰𐌹𐌱𐍂; Greek: δώρο, δωρεά, χάρισμα; Ancient Greek: ἄγαλμα, ἀκτή, ἀποστολή, ἀρραβών, δεξίαμα, δεξίωμα, δόμα, δονάτιβον, δόσις, δωνατίουον, δωρεά, δώρημα, δῶρον, δωροφορία, δώς, δωτίνη, ἕδνον, ἐκεχείριον, ἐκέχειρον, ἐξαλλαγή, προσφορά; Gujarati: ભેટ, બક્ષિશ; Hawaiian: makana; Hebrew: מַתָּנָה‎, שַׁי‎; Hindi: उपहार, देन, बख़्शिश, सौग़ात, भेंट; Hungarian: ajándék; Icelandic: gjöf; Ido: donacajo; Indonesian: hadiah, kado; Ingush: совгӏат; Interlingua: dono; Irish: bronntanas, tabhartas, féirín; Italian: regalo, dono, presente; Japanese: 贈り物, 贈答品, プレゼント, ギフト, 進物, 礼物; Javanese: hadiah; Kannada: ಕೊಡುಗೆ; Kazakh: сый, сыйлық; Khmer: ជំនូន, អំណោយ; Korean: 선물(膳物), 프레젠트, 기프트; Kurdish Central Kurdish: دیاری‎; Northern Kurdish: diyarî, hediye; Kyrgyz: сыйлык, белек; Ladin: bonaman; Lao: ຂວັນ, ຂອງຂວັນ, ຂອງຕ້ອນ, ເຄື່ອງຕ້ອນ, ຂອງຝາກ, ກຳນັນ; Latgalian: duovona; Latin: donum, munus, xenium; Latvian: dāvana; Lezgi: багъиш; Ligurian: regalu, cadò; Lithuanian: dovana; Luxembourgish: Geschenk, Cadeau, Kaddo, Don, Spend; Macedonian: подарок, дар; Malay: hadiah; Malayalam: സമ്മാനം; Maltese: rigal; Manx: gioot, tortys, nastey; Maore Comorian: zawadi; Maori: koha, kōpare, perehana; Marathi: भेटवस्तू; Marsian: dunom; Mongolian Cyrillic: бэлэг; Ngazidja Comorian: ɓambu, hiɗaya; Norman: persent, présent; Norwegian Bokmål: gave, presang; Nynorsk: gåve, presang; Occitan: present, don; Old English: ġiefu; Old Norse: gipt, gáfa, gjǫf; Old Swedish: gava; Oriya: ଦାନ; Ossetian: лӕвар; Pashto: ارمغان‎, بخشش‎, تارتوک‎, تحفه‎, هديه‎, پېشکش‎; Persian: هدیه‎, پیشکش‎, کادو‎; Plautdietsch: Gow, Jeschenkj; Polish: prezent, dar, podarunek, podarek; Portuguese: presente, prenda; Punjabi: ਉਪਹਾਰ, ਤੋਹਫ਼ਾ; Romanian: cadou, dar; Romansch: regal; Russian: подарок, дар, презент, гостинец; Sanskrit: मघ, उपहार, दान, दुवस्; Scottish Gaelic: tiodhlac; Serbo-Croatian Cyrillic: по̀клон, да̑р; Roman: pòklon, dȃr; Sicilian: rigalu, rijalu, prisenti; Sinhalese: තෑග්ග; Slovak: dar, darček; Slovene: darilo; Sotho: mpho; Spanish: regalo, obsequio; Swahili: zawadi, kipawa; Swedish: present, gåva, skänk; Tagalog: regalo, bigay, pasalubong; Tajik: ҳадя, тӯҳфа, пешкаш, бахшиш; Tamil: பரிசு; Tatar: бүләк; Telugu: కానుక, బహుమతి; Thai: ของขวัญ, ของกำนัล, ของฝาก, กำนัล; Tibetan: རྔན་པ, ལག་རྟགས; Tocharian B: āyor; Tswana: mpho; Turkish: hediye, armağan; Turkmen: peşeş, zehin, sylag; Udmurt: кузьым; Ugaritic: 𐎎𐎉𐎃, 𐎜𐎌𐎐; Ukrainian: подарунок, дарунок, дар, ралець, презент, гостинець; Urdu: تُحْفَہ‎, سَوْغات‎, ہَدِیَہ‎, بَخْشِش‎, عَطِیَّہ‎; Uyghur: سوۋغات‎, سوۋغا‎, تارتۇق‎, ھەدىيىلىك‎; Uzbek: sovg'a, tuhfa; Vestinian: duno; Vietnamese: quà, quà tặng, quà biếu; Volapük: legivot; Walloon: bistoke, cado, prezint; Welsh: anrheg; West Frisian: jefte; Wolof: yóobal; Xhosa: isipho; Yakut: бэлэх; Yiddish: גאָב‎, מתּנה‎, געשאַנק‎; Yoruba: ẹ̀bùn; Yup'ik: cikirun; Zazaki: hediye, peskes; Zulu: isipho, isiphiwo, umkhungo