ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
τῐθᾰσευτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ., τιθασευθείς, ἐξημερωθείς, ἢ ὃν δύναταί τις, νὰ ἐξημερώσῃ Γλωσσ.
-ή, -όν, Α τιθασεύω
εξημερωμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί κανείς εύκολα να τιθασεύσει.