χαροκοπώ
From LSJ
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
Greek Monolingual
-έω και -άω, μέσ. χαροκοπιέμαι, Ν
(αμτβ.) διασκεδάζω συνεχώς, γλεντοκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -κοπώ].