χαροκοπώ
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Greek Monolingual
-έω και -άω, μέσ. χαροκοπιέμαι, Ν
(αμτβ.) διασκεδάζω συνεχώς, γλεντοκοπώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -κοπώ].