διασκεδάζω
English (LSJ)
= διασκεδάννυμι (scatter abroad, scatter to the winds, scatter, disperse), LXX Ps. 32 (33).10 ; disperse a tumour, Aët. 15.15.
Spanish (DGE)
• Morfología: sólo pres., para otros temas v. διασκίδνημι
1 deshacer, reventar χοιράδας Aët.15.14 (p.62), τὰς παρωτίδας Aët.15.15 (p.80), cf. 15.21
•fig. destruir, disipar βουλὰς ἐθνῶν LXX Ps.32.10, τὴν σύμφωνον ἁρμονίαν Eus.VC 1.51.2, τῆς νυκτὸς τὸ σκότος Chrys.M.53.59.
2 derramar τὰς μυσαρὰς αὐτοῦ ῥοιὰς ἐπὶ γῆς Epiph.Const.Haer.63.2.6.
Greek Monolingual
(AM διασκεδάννυμι
Μ και διασκεδάζω)
διασκορπίζω, αποδιώχνω
νεοελλ.
1. ψυχαγωγώ, προκαλώ σε κάποιον ευθυμία, ευχαρίστηση
2. ψυχαγωγούμαι, μετέχω σε διασκέδαση
αρχ.
1. διαλύω («τὸν στρατὸν διεσκέδασε»)
2. εξαφανίζω
3. (-ομαι) (για φήμη)
διαδίδομαι.
Léxico de magia
dispersar como acción de la divinidad αἰνῶ σε, ὁ θεὸς τῶν θεῶν, ... ὁ τὸν ἀέρα διασκεδάσας πνοαῖς αὐτοκινήτοις te alabo a ti, el dios de los dioses, el que dispersa el aire con vientos que se mueven solos P IV 1156 ἐλθὲ καὶ διασκέδασον αὐτῶν πᾶσαν ἐπιβουλὴν πονηρὰν καθ' ἡμῶν κινουμένην καὶ κατὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας ven y dispersa toda su malvada maquinación contra nosotros y contra la santa Iglesia C 20 21 C 20 27