σφακελούμαι
From LSJ
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
-όομαι, Ν σφάκελος (Ι)]
(λόγιος τ.)
1. προσβάλλομαι από γάγγραινα
2. (για άμπελο) υφίσταμαι σήψη τών ριζών.