σήψη

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193

Greek Monolingual

η / σῆψις, -ήψεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σᾱψις, Α σήπομαι
αποσύνθεση ζωικής ή φυτικής οργανικής ουσίας, σάπισμα, σαπίλα
νεοελλ.
1. (βοτ.-ξυλ.) γενική ονομασία φυτονόσων που προκαλούνται από πάμπολλα είδη βακτηρίων και μυκήτων και που χαρακτηρίζονται από την αποσύνθεση τών ιστών τών φυτών, του ξύλου, τών ξύλινων κατασκευών, τών ριζών και τών σπερμάτων, ως αποτέλεσμα της ενζυμικής δραστηριότητας τών βακτηρίων και μυκήτων, καθώς και της επίδρασης τών δυσμενών συνθηκών του περιβάλλοντος
2. μτφ. έκλυση ηθών, διαφθορά
3. φρ. α) «σήψη του γόνου»
ζωοτ. μεταδοτική νόσος που προσβάλλει τις νύμφες και προκαλεί τον θάνατο όλων τών μελών της κυψέλης, κν. πανούκλα τών μελισσών
β) «σήψη τών σταφυλιών»
βοτ. νόσος που προσβάλλει τις ρώγες τών σταφυλιών και προκαλεί την διάρρηξη του φλοιού τους
γ) «καστανή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) η σήψη του ξύλου τών δένδρων που έχουν προσβληθεί από μύκητες οι οποίοι καταστρέφουν την κυτταρίνη και αφήνουν ως κατάλοιπο την καστανόχρωμη λιγνίνη
δ) «λευκή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) η σήψη του ξύλου τών δένδρων τα οποία έχουν προσβληθεί από μύκητες που καταστρέφουν την λιγνίνη και αφήνουν ως κατάλοιπο την λευκή κυτταρίνη
ε) «μαλακή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) φυτονόσος κατά την οποία οι ιστοί τών προσβεβλημένων τμημάτων γίνονται μαλακοί λόγω του ότι τα ένζυμα του παθογόνου μικροοργανισμού αποικοδομούν τα κυτταρικά τοιχώματα
στ) «ξηρή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη φυτικών τμημάτων κατά την οποία τα προσβεβλημένα κύτταρα θρυμματίζονται και μεταβάλλονται σε κονιώδη μάζα
ζ) «πικρή σήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη τών καρπών κατά την οποία η σάρκα τους αποκτά πικρή γεύση
η) «υγρή σκήψη»
(βοτ.-ξυλ.) σήψη η οποία προκαλεί ταχεία και πλήρη αποδιοργάνωση τών ιστών με ταυτόχρονη απελευθέρωση νερού από τα κατεστραμμένα κύτταρα
αρχ.
η λειτουργία του πεπτικού συστήματος με την οποία αποβάλλονται τα μη θρεπτικά συστατικά της τροφής («ἡ δὲ σῆψις καὶ τὸ σηπτόν, περίττωμα τοῦ πεφθέντος ἐστίν», Αριστοτ.).