δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
-ον, Αο ψηλά κτισμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕφι «ψηλά» + -δομος (< δόμος < δέμω), πρβλ. ἀρτί-δομος].