Ἒστιν ὃ μὲν χείρων, ὃ δ' ἀμείνων ἔργον ἕκαστον· οὐδεὶς δ' ἀνθρώπων αὐτὸς ἅπαντα σοφός. (Theognis 901f.) → One is worse, the other better at each deed, but no man is wise in all things.
-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που διεγείρει δίψα σε μικρό βαθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + δίψα + κατάλ. -ιος (πρβλ. ἐπι-δίψιος)].