θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
Αδιαφεύγω, ξεφεύγω μακριά από κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐκφεύγω «ξεφεύγω, διαφεύγω»].