λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
-ῶδες, Ααυτός που πάσχει από υδρωπικία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕδερος + κατάλ. -ιώδης (πρβλ. κοπ-ιώδης)].