ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
η / ὑστεροφημία, ΝΑμεταθανάτια καλή φήμη, η εύφημη μνεία κάποιου μετά τον θάνατό του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φημία (< -φημος < φήμη), πρβλ. κακο-φημία].