Ἀλλ᾽ Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
dor. c. φηγός.
(I)ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. φηγός.———————— (II)ὁ, Αβλ. φακός.